- ισχναίνω
- (ΑΜ ἰσχναίνω)κάνω κάποιον ισχνό, λεπτύνω, λιγοστεύωνεοελλ.γίνομαι ισχνός, αδυνατίζωαρχ.1. (για ταρίχευση) αποξηραίνω, στεγνώνω2. αφαιρώ τα περιττά, εκλεπτύνω, εξευγενίζω3. (για σωματικό πόνο) ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω4. παθ. ἰσχναίνομαιυφίσταμαι ίσχνανση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + κατάλ. -αίνω (πρβλ. γλυκ-αίνω, λευκ-αίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.